σιντοϊσμός
Προφορά
Ετυμολογία
σιντοϊσμός από την ιαπων. λ. σίντο (= η οδός των θεών)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σιντοϊσμός
✦ η αρχαία ελληνική εθνική θρησκεία των Ιαπώνων που βασίζεται στη λατρεία των προγόνων και στη θεοποίηση των δυνάμεων της φύσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–