σιγοπερπάτητος


σιγοπερπάτητος
Προφορά

Ετυμολογία
σιγοπερπάτητος σιγοπερπατώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ σιγοπερπάτητος -η, -ο

✦ αυτός που περπατά αργά, ήρεμα: έριξε μια ματιά καταφρονετικά ερευνητική μέσα κι έφυγε σιγοπερπάτητος, ανάβοντας τσιγάρο (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.