σερφίστρια Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σερφίστριαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σερφίστρια.mp3Ετυμολογίασερφίστρια └αγγλ┘surfer Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο σερφίστρια ✦ θηλ. σερφίστρια κ. σέρφερ (ο, η) άκλ. αθλητής που επιδίδεται σε σέρφινγκ, κυματοδρόμος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–