σελέμης
Προφορά
Ετυμολογία
σελέμης └τουρκ┘selem, └αραβ┘ προελεύσεως (=τα χρήματα που δίδονται ως προκαταβολή για την αγορά προϊόντων)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σελέμης
✦ θηλ. σελέμισσα άνθρωπος παράσιτος, που ζει σε βάρος άλλων
Συνώνυμα
τζαμπατζής, χαραμοφάης
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–