άνθρωπος
Προφορά
Ετυμολογία
άνθρωπος αρχαία ελληνική ἄνθρωπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο άνθρωπος
✦ το τελειότερο από τα όντα, το προικισμένο με νόηση και έναρθρο λόγο
✦ στον πληθ. οι άνθρωποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα
✦ ο προικισμένος με ψυχικά χαρίσματα
✦ (ομ. με γεν.) που ασχολείται με κάτι, που επιδίδεται σε κάτι: είστε άνθρωπος των γραμμάτων, δεν είστε του εμπορίου (Α. Τραυλαντώνης)
✦ ο προσκείμενος σε κάποιον: είναι άνθρωπος του υπουργού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
υπάνθρωπος
Επιρρήματα
–