σαστίζω
Προφορά
Ετυμολογία
σαστίζω └τουρκ┘sastim, αόρ. του sasmak
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σαστίζω
✦ δημιουργώ σε κάποιον σύγχυση, τον κάνω να τα χάσει: τον σάστισες τον άνθρωπο με τις τόσες ερωτήσεις σου
✦ (αμτβ.) ξαφνιάζομαι, συγχύζομαι, τα χάνω: σάστισα, ακούγοντας τέτοια λόγια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–