σαρίκι
Προφορά
Ετυμολογία
σαρίκι όψιμο μεσαιωνική ελληνική σαρίκι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σαρίκι
✦ λευκό λεπτό ύφασμα που τυλίγουν οι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι
✦ κάλυμμα του κεφαλιού από ύφασμα που τυλίγεται πολλές φορές γύρω από το κεφάλι και το φορούν οι Ινδοί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–