σαράντισμα
Προφορά
Ετυμολογία
σαράντισμα σαραντίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σαράντισμα
✦ η συμπλήρωση σαράντα ημερών από τη γέννα ή το θάνατο
✦ ευχή της εκκλησίας στη λεχώνα κατά την 40ή μέρα μετά τη γέννα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–