σακούλα
Προφορά
Ετυμολογία
σακούλα σάκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σακούλα
✦ μικρός σάκος, σακίδιο
✦ (ειδ.) σάκος από λεπτό πανί, όπου στραγγίζεται το γιαούρτι
✦ χαρτοσακούλα
✦ πουγκί
✦ (μτφ. ) πρήξιμο του δέρματος κάτω από τα μάτια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–