ρυτιδώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ρυτιδώνω αρχαία ελληνική ῥυτιδόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ρυτιδώνω
✦ σχηματίζω ρυτίδες, ζαρώνω, σουφρώνω: ρυτιδωμένο πρόσωπο
✦ (μτβ.) κάνω κάτι να σχηματίσει ρυτίδες: ο χρόνος δε στάθηκε φιλικός μαζί του, άφησε τα σημάδια του ρυτιδώνοντας το πρόσωπό του
✦ (κ. μτφ.): η αύρα ρυτιδώνει την επιφάνεια της θάλασσας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–