ρεαλίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
ρεαλίστρια └γαλλ┘ réaliste
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρεαλίστρια
✦ θηλ. ρεαλίστρια οπαδός του φιλοσοφικού ή αισθητικού ρεαλισμού
✦ ο άνθρωπος που βασίζει τις πράξεις του στην αντίληψη της πραγματικότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ιδεαλιστής, ρομαντικός
Επιρρήματα
–