ρακοσυλλέκτρια
Προφορά
Ετυμολογία
ρακοσυλλέκτρια ράκος + συλλέγω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ρακοσυλλέκτρια
✦ θηλ. ρακοσυλλέκτρια (Κ -κτις, -ιδος) αυτός που μαζεύει παλιά και φθαρμένα ρούχα και αντικείμενα για να τα πουλήσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–