ανηφορώ
Προφορά
Ετυμολογία
ανηφορώ ανήφορος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανηφορώ
✦ βαδίζω στον ανήφορο: ανηφορίσαμε προς την κορφή του λόφου
✦ (μτφ. ) υψώνομαι, ανεβαίνω: όπως το δέντρον οπού ρίζωσε στον ίσκιο κι ανηφορεί να βρει τον ήλιο (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κατηφορίζω κ. κατηφορώ
Επιρρήματα
–