προσωρινός


προσωρινός
Προφορά

Ετυμολογία
προσωρινός προσώρας

Ερμηνεία
επίθετο┘ προσωρινός -ή, -ό

✦ που κρατάει λίγον καιρό: προσωρινή εκεχειρία – προσωρινός αποκλεισμός – προσωρινή κατάσταση
✦ (για πρόσ.) που κατέχει μια θέση για σύντομο χρονικό διάστημα: προσωρινός πρόεδρος

Συνώνυμα
πρόσκαιρος
Αντίθετα
μόνιμος, διαρκής
Επιρρήματα
προσωρινά (Κ προσωρινώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.