προστακτικός
Προφορά
Ετυμολογία
προστακτικός αρχαία ελληνική προστακτικός
Ερμηνεία
προστακτικός
✦ κ. προσταχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) επιτακτικός, που εκφράζει προσταγή: ύφος προστακτικό
✦ θηλ. προστακτική ως ουσ., μία από τις τέσσερις εγκλίσεις των ρημάτων με την οποία εκφράζεται προσταγή, παραίνεση ή παράκληση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
προστακτικά (Κ προστακτικώς)