προσκολλώ
Προφορά
Ετυμολογία
προσκολλώ αρχαία ελληνική προσκολλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσκολλώ -άς, -ά
✦ κολλώ σε κάτι, προσαρμόζω με κολλητική ουσία
✦ (στρατ.) τοποθετώ προσωρινά στρατιώτη ή αξιωματικό σε ορισμένη μονάδα
✦ (μέσ.) προσκολλώμαι (-ιέμαι), αφοσιώνομαι
✦ έρχομαι απρόσκλητος σε συντροφιά ή είμαι παράσιτος σε οικογένεια ή παρέα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–