προσέγχυμα
Προφορά
Ετυμολογία
προσέγχυμα └αγγλ┘prosenchyma
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προσέγχυμα
✦ είδος ιστού του οποίου οι υφές συμπλέκονται χαλαρά και σε παράλληλη διάταξη, ώστε να σχηματίζονται πόροι και αγγεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–