προοπτική
Προφορά
Ετυμολογία
προοπτική └θηλ┘ του επιθέτου προοπτικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προοπτική
✦ απεικόνιση των αντικειμένων έτσι ώστε να δίνεται η ιδέα του βάθους
✦ ο τρόπος με τον οποίο φαίνονται τα αντικείμενα από απόσταση, ανάλογα με τη θέση τους στο χώρο
✦ (μτφ. ) θεώρηση της μελλοντικής πορείας των πραγμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–