πριγκιπέσα
Προφορά
Ετυμολογία
πριγκιπέσα μεσαιωνική ελληνική πρίγκιπας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πριγκιπέσα
✦ θηλ. πριγκίπισσα κ. πριγκιπέσα (Κ πρίγκηψ, -πος) παιδί βασιλιά ή μέλος βασιλικής οικογένειας
✦ ανώτατος τίτλος ευγενείας
✦ τίτλος ανώτατου άρχοντα ανεξάρτητης ή υποτελούς χώρας
✦ (μτφ. ) ο άριστος ανάμεσα σε ομοίους του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–