πρεσβυωπικός


πρεσβυωπικός
Προφορά

Ετυμολογία
πρεσβυωπικός πρεσβύωψ

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρεσβυωπικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην πρεσβυωπία, ο χαρακτηριστικός της πρεσβυωπίας: πρεσβυωπικά γυαλιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.