ανεπιστέγαστος


ανεπιστέγαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεπιστέγαστος αν- στερητικό + επιστεγάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεπιστέγαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν καλύφτηκε με στέγη
(μτφ. ) που δεν ολοκληρώθηκε, ανολοκλήρωτος: ανεπιστέγαστες προσπάθειες – ανεπιστέγαστο έμεινε το έργο του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.