πουλάκι
Προφορά
Ετυμολογία
πουλάκι μεσαιωνική ελληνική πουλλάκιν, υποκοριστικό του πουλλίν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πουλάκι
✦ μικρό πουλί
✦ (ειδ.) κοτόπουλο, ορνίθι
✦ πουλάκι μου, προσφώνηση αγάπης ή στοργής: (κ. ειρων.) τι λες, πουλάκι μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–