ανεπάγγελτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεπάγγελτος αν- στερητικό + επαγγέλλομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεπάγγελτος -η, -ο
✦ ο χωρίς επάγγελμα, που δεν ασκεί κανένα επάγγελμα: έπρεπε να βρει μια δουλειά, πάλι για λόγους κοινωνικής εμφάνισης, αφού άνθρωπος ανεπάγγελτος… δεν έχει υπόληψη (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεπάγγελτα (Κ ανεπαγγέλτως)