πολύγλωσσος


πολύγλωσσος
Προφορά

Ετυμολογία
πολύγλωσσος αρχαία ελληνική πολύγλωσσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολύγλωσσος -η, -ο

✦ που γνωρίζει, που μιλά πολλές γλώσσες
✦ αυτός που παρουσιάζει, που έχει ποικιλία γλωσσών: το παρδαλό και πολύγλωσσο πλήθος του Γαλατά (Γ. Θεοτοκάς) – πολύγλωσσα έθνη
✦ ο γραμμένος σε πολλές γλώσσες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.