πολιτιστικός


πολιτιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
πολιτιστικός πολιτισμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πολιτιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον πολιτισμό ή τις εκδηλώσεις του: σκοπός τελικός είναι να καταστήσωμε την πολιτεία ως σύνολο, αλλά και κάθε πολίτη χωριστά, πηγή πολιτιστικής δημιουργίας (Κ. Τσάτσος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.