πολιομυελίτιδα


πολιομυελίτιδα
Προφορά

Ετυμολογία
πολιομυελίτιδα πολιός (= υπόλευκος) + μυελός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πολιομυελίτιδα

✦ λοίμωξη της φαιάς ουσίας του νωτιαίου μυελού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.