ανέντακτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανέντακτος ἀ στερητικό + εντάσσομαι
Ερμηνεία
ανέντακτος
✦ κ. ανένταχτος, -η, -ο επίθ. η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που δεν έχει ενταχθεί πολιτικά σε οργάνωση, κόμμα κτλ.: οι ανένταχτοι αριστεροί αποτελούν την ελπίδα της αριστεράς σήμερα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–