πλευρικός


πλευρικός
Προφορά

Ετυμολογία
πλευρικός μεταγενέστερη ελληνική πλευρικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πλευρικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην πλευρά ή το πλευρό, ο των πλευρών
✦ που γίνεται από τα πλάγια: πλευρική επίθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πλευρικά (Κ πλευρικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.