πίθηκας
Προφορά
Ετυμολογία
πίθηκας αρχαία ελληνική πίθηκος
Ερμηνεία
πίθηκας
✦ θηλαστικό που ανήκει στην τάξη των πρωτευόντων και ζει σε τροπικά δάση, σαβάνες ή λιβάδια θερμών περιοχών, η μαϊμού
✦ (μτφ. ) ο αδέξια μιμούμενος άλλους ή αδιάντροπος
✦ (μτφ. ) δύσμορφος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–