ανελαστικός


ανελαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανελαστικός ἀ στερητικό + ελαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανελαστικός -ή, -ό

✦ δύσκαμπτος, αλύγιστος: μέταλλο ανελαστικό

Συνώνυμα

Αντίθετα
ελαστικός, εύκαμπτος, ευλύγιστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.