περιττότητα
Προφορά
Ετυμολογία
περιττότητα αρχαία ελληνική περιττότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιττότητα
✦ η ιδιότητα του περιττού, το να είναι άχρηστο, ανώφελο, να πλεονάζει
✦ η ιδιότητα του περιττού αριθμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–