περισσός
Προφορά
Ετυμολογία
περισσός αρχαία ελληνική περισσός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ περισσός -ή, -ό
✦ που ξεπερνά το κανονικό μέτρο, άφθονος, περίσσιος: φόβος με συνέχει περισσός (Τ. Παπατσώνης)
✦ φρ. ως εκ περισσού, χωρίς να χρειάζεται, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ανάγκη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λιγοστός
Επιρρήματα
περισσά (Κ περισσώς)