ανείπωτος


ανείπωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανείπωτος ἀ στερητικό + είπα, αόρ. του λέγω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανείπωτος -η, -ο

✦ που δεν ειπώθηκε: ανείπωτο μυστικό
✦ που δε λέγεται: ανείπωτα χάλια

Συνώνυμα
απερίγραπτος, ανεκδιήγητος
Αντίθετα
ειπωμένος, μαρτυρημένος
Επιρρήματα
ανείπωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.