περικαρδιακός


περικαρδιακός
Προφορά

Ετυμολογία
περικαρδιακός περικάρδιον

Ερμηνεία
περικαρδιακός

✦ κ. περικαρδιακός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που ανήκει ή αναφέρεται στο περικάρδιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.