πεντάρα
Προφορά
Ετυμολογία
πεντάρα πέντε
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πεντάρα
✦ χάλκινο ή νικέλινο νόμισμα αξίας πέντε λεπτών
✦ φρ. δεν αξίζει πεντάρα, για πρόσωπα ή πράγματα χωρίς αξία – δεν δίνω πεντάρα (ή πενηνταράκι), αδιαφορώ τελείως
✦ πληθ. πεντάρες, η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν πέντε στίγματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–