παράλλαξη
Προφορά
Ετυμολογία
παράλλαξη αρχαία ελληνική παράλλαξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παράλλαξη
✦ παραλλαγή, μεταβολή
✦ (ναυτ.) διέλευση πλοίου μπροστά από κάποιο σημείο της ακτής (ακρωτήρι, φάρο κτλ.) τη στιγμή κατά την οποία η γραμμή της πλεύσεως του πλοίου και η σκόπευση του σημείου τέμνονται καθέτως, καβατζάρισμα
✦ (αστρον.) η γωνία που σχηματίζουν δύο οπτικές ακτίνες όταν σκοπεύουν αντικείμενο από διαφορετικά σημεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–