παραλάλημα
Προφορά
Ετυμολογία
παραλάλημα παραλαλώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παραλάλημα
✦ ασυνάρτητη ομιλία, παραλήρημα: η κατάστασίς της εδεινώθη· έπιπτεν από παροξυσμού εις αναισθησίαν και από αφασίας εις παραλάλημα (Αλ. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–