παραιτούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
παραιτούμαι αρχαία ελληνική παραιτέομαι-οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραιτούμαι -είσαι, -είται
✦ εγκαταλείπω κάτι δικό μου, με τη θέλησή μου, δικαίωμα, θέση, αξίωμα κτλ.
✦ παύω να ενδιαφέρομαι για κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–