παραϊατρικός
Προφορά
Ετυμολογία
παραϊατρικός παρά + ιατρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παραϊατρικός -ή, -ό
✦ η λ. για κλάδο επαγγελμάτων ή επαγγελματική απασχόληση βοηθητική του έργου των γιατρών: παραϊατρικά επαγγέλματα – παραϊατρικές ειδικότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–