παραεκκλησιαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
παραεκκλησιαστικός παρά + εκκλησιαστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παραεκκλησιαστικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε φαινόμενα ή οργανώσεις που δρουν, συνήθως, με την ανοχή της επίσημης εκκλησίας και επεμβαίνουν στα της εκκλησίας: παραεκκλησιαστικές οργανώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–