παραδοπιστία
Προφορά
Ετυμολογία
παραδοπιστία παραδόπιστος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παραδοπιστία
✦ η λατρεία του χρήματος, υπερβολική φιλοχρηματία: ήξερε την παραδοπιστία τους και την ασυνειδησία τους (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–