παραδέρνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραδέρνω μεσαιωνική ελληνική παρα-δέρνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραδέρνω
✦ δέρνω πολύ
✦ (αμτβ. για πλοίο) κλυδωνίζομαι, χτυπιέμαι πέρα δώθε από τα κύματα
✦ (για πρόσ.) κατατυραννιέμαι: μη μ’ αφήσεις να παραδέρνω στο άγριο κύμα της θαλάσσης (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–