παντέρημος


παντέρημος
Προφορά

Ετυμολογία
παντέρημος όψιμο μεσαιωνική ελληνική παντέρημος

Ερμηνεία
επίθετο┘ παντέρημος -η, -ο

✦ ο εντελώς έρημος: οι άγγελοι… σκυμμένοι στους παντέρημους εξώστες (Κ. Ουράνης)
✦ ο τελείως μόνος, ολομόναχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.