παντεπόπτης


παντεπόπτης
Προφορά

Ετυμολογία
παντεπόπτης μεταγενέστερη ελληνική παντεπόπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παντεπόπτης

✦ αυτός που επιβλέπει τα πάντα
✦ προσωνυμία του Θεού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.