παλιατζής


παλιατζής
Προφορά

Ετυμολογία
παλιατζής επίθετο παλιά (τα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παλιατζής

✦ θηλ. παλιατζού λαϊκός παλαιοπώλης
✦ πλανόδιος αγοραστής παλιών, ιδ. ευτελών αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.