παλάμη
Προφορά
Ετυμολογία
παλάμη αρχαία ελληνική παλάμη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παλάμη
✦ η εσωτερική επιφάνεια του χεριού: σήκωσε την παλάμη κι έκρυψε το πρόσωπό της (Γ. Γεραλής)
✦ μονάδα μήκους ίση με το 1/10 του μέτρου
✦ (ναυτ.) εργαλείο για το ράψιμο των πανιών του πλοίου
✦ μείγμα από λίπος, πίσσα και θειάφι για την επάλειψη της εξωτερικής επιφάνειας των πλοίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–