παιδικάτα


παιδικάτα
Προφορά

Ετυμολογία
παιδικάτα παιδικός

Ερμηνεία
παιδικάτα

✦ ουσ. εύχρ. στη φρ. στα παιδικάτα, κατά την εποχή που ήταν κάποιος παιδί, στην παιδική ηλικία: γνωρίζει τις πλαγιές που πάτησε με τρυφερό ποδάρι στα παιδικάτα της (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.