παγκάρι
Προφορά
Ετυμολογία
παγκάρι μεσαιωνική ελληνική παγκάριον, υποκοριστικό του πάγκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παγκάρι
✦ τραπέζι για την πώληση κεριών στην είσοδο των χριστιανικών ναών: πήγε στο παγκάρι, διάλεξε δυο κεριά (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–