παγκάκι
Προφορά
Ετυμολογία
παγκάκι υποκορ. του πάγκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παγκάκι
✦ πάγκος, απλή κατασκευή, από ξύλο ή πλαστικό, που τοποθετείται σε υπαίθριους χώρους (πάρκα, στάσεις λεωφορείων κτλ.) και χρησιμεύει ως κάθισμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–