οστεοκλασία


οστεοκλασία
Προφορά

Ετυμολογία
οστεοκλασία οστούν + αρχαία ελληνική κλάω-ῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οστεοκλασία

✦ χειρουργική επέμβαση κατά την οποία σπάζονται ορισμένα κόκαλα για διόρθωση οστικών ή αρθρικών παραμορφώσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.